ινωδογόνο

ινωδογόνο
Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000 και το μόριό του έχει μορφή σφαιρίου, διαμέτρου περίπου 22 χιλιοστών. H ποσότητα ι. που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος υγιούς ανθρώπου είναι 300-500 mg (μιλιγκράμ) %, αλλά αυτή ελαττώνεται σε διάφορες παθήσεις των ηπατικών κυττάρων και σε περιπτώσεις ινωδογοαγενεσίας. Το ι. κατά την πήξη του αίματος μεταβάλλεται σε ινώδες με επίδραση του ενζύμου θρομβίνη. Αν προέρχεται από καθίζηση με αιθανόλη του πλάσματος του αίματος, χρησιμοποιείται για αιμόσταση σε εγχειρήσεις, σε ασθένειες που σχετίζονται με μείωση του ι. στο αίμα, στην αιμοφιλία κ.α.
* * *
το
γλυκοπρωτεΐνη που απαντά στο πλάσμα τού αίματος, στη λέμφο και στα αιμοπετάλια και που μεταβάλλεται σε ινώδες κατά την πήξη τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fibrinogen < fibrin «ινώδες» + -gen «-γονο» < γίγνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • ινώδης — ες (Α ἰνώδης, ῶδες) αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ινώδες δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο* κατά τη διάρκεια τού σχηματισμού του, όταν πήζει… …   Dictionary of Greek

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • πηκτικός — ή, ό / πηκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πηκτός] 1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη 2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο νεοελλ. 1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού… …   Dictionary of Greek

  • προθρομβίνη — η, Ν (βιοχ.) σύμπλοκο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης τού πλάσματος τού αίματος και βασικός παράγοντας τού πηκτικού μηχανισμού του, το οποίο συντίθεται στο συκώτι με τη συνδρομή τής βιταμίνης Κ και το οποίο, από προθρομβινάση, μετατρέπεται σε θρομβίνη …   Dictionary of Greek

  • υπερινωδογοναιμία — η, Ν ιατρ. αύξηση τού ινωδογόνου στο αίμα, κατά τη διάρκεια ορισμένων λοιμώξεων, πάνω από 400 χιλιοστογραμμάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hyperfibrinemie < hyper (< υπερ *) + fibrin (βλ. ινωδογόνο) + emie (< αίμα)] …   Dictionary of Greek

  • υποϊνωδογοναιμία — η, Ν ιατρ. ελάττωση τού ινωδογόνου που περιέχεται στο αίμα, λόγω διαταραχής τής σύνθεσής του, λόγω μεγάλης κατανάλωσής του από ενδοαγγειακή πήξη ή λόγω ινωδογονολύσεως, φαινόμενο που προκαλεί αιμορραγικά σύνδρομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,… …   Dictionary of Greek

  • φιβρινογόνο — το, Ν (παλ. τ.) (βιοχ.) το ινωδογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrinogen < fibrin (βλ. λ. φιβρίνη) + gen (πρβλ. γένος), που στην Ελληνική αποδίδεται με το γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καρκινο γόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”